- αταβιστικός
- -ή, -όβιολ. ο σχετικός με τον αταβισμό («αταβιστικά φαινόμενα», «αταβιστικοί χαρακτήρες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αταβιστικός — ή, ό αυτός που οφείλεται στον αταβισμό: Τα αταβιστικά χαρακτηριστικά είναι ισχυρότερα από τα άλλα, γι αυτό και ξεχωρίζουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)